ποιγράφω
Look at other dictionaries:
ποιγράφω — Α (δωρ. τ.) προσγράφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποί, δωρ. τ. τού ποτί* «προς» + γράφω] … Dictionary of Greek
ποιγράφω — Α (δωρ. τ.) προσγράφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποί, δωρ. τ. τού ποτί* «προς» + γράφω] … Dictionary of Greek